ενεχυροδανειστικός

ενεχυροδανειστικός
-ή, -ό
που αναφέρεται ή χρησιμεύει στο δανεισμό με ενέχυρα: Ενεχυροδανειστικό γραφείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενεχυροδανειστικός — ή, ό(ν) αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον δανεισμό με ενέχυρο («ενεχυροδανειστικά γραφεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενεχυρο(ν) + δανειστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παληάνθρωπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”